- ὑφαρμόσειε
- ὑπό-ἁρμόζωfit togetheraor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφαρμόζω — και αττ. τ. ὑφαρμόττω Α [ἁρμόζω] 1. προσαρμόζω κάτι κάτω από κάτι άλλο·2. συνενώνω κάτι με κάτι άλλο («ὡς ὑφαρμόσειε τῇ μασχάλῃ», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek